περιπετεία — περιπετείᾱ , περιπέτεια turning right about fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπετείᾳ — περιπετείᾱͅ , περιπέτεια turning right about fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπέτεια — turning right about fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπέτεια — η, ΝΑ [περιπετής] 1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες 2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η… … Dictionary of Greek
περιπετείας — περιπετείᾱς , περιπέτεια turning right about fem acc pl περιπετείᾱς , περιπέτεια turning right about fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Перипетия — (περιπετεια переворот) термин греческой поэтики: внезапная перемена в судьбе героя поэтического произведения, особенно трагедии. Противополагая сложный сюжет драмы простому, Аристотель считает необходимым элементом первого П., определяя ее, как… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
περιπετειῶν — περιπέτεια turning right about fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπετείαις — περιπέτεια turning right about fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπέτειαι — περιπέτεια turning right about fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπέτειαν — περιπέτεια turning right about fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)